καθέκτης

καθέκτης
ο люк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καθέκτης" в других словарях:

  • καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… …   Dictionary of Greek

  • καθεκτῆς — καθεκτός to be held back fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτῶν — καθέκτης trap door masc gen pl καθεκτός to be held back fem gen pl καθεκτός to be held back masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέκτην — καθέκτης trap door masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεκτικός — καθεκτικός, ή, όν (Α) [καθέκτης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.). επίρρ... καθεκτικῶς (Α) με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • κουβούσι — το 1. τετράγωνο άνοιγμα, καταρρακτή θύρα στο κατάστρωμα πλοίου, με την οποία γίνεται η συγκοινωνία και ο αερισμός τού πλοίου, καθέκτης 2. συνεκδ. θολωτό στέγασμα τής καθόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kovuş] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»